- ἐκκαπηλεύω
- ἐκκᾰπηλεύω, lit.,A sell off:—[voice] Pass.,
ἐκκαπηλεύεσθαι τῆς χώρας Philostr. VA1.15
.II adulterate, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκκαπηλεύεσθαι τῆς χώρας Philostr. VA1.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκκαπηλεύω — ἐκκαπηλεύω (Α) νοθεύω … Dictionary of Greek
ἐκκαπηλεύουσι — ἐκκαπηλεύω sell off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκκαπηλεύω sell off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαπηλευθείη — ἐκκαπηλεύω sell off aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαπηλεύειν — ἐκκαπηλεύω sell off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαπηλεύοντες — ἐκκαπηλεύω sell off pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαπήλευ' — ἐκκαπήλευε , ἐκκαπηλεύω sell off pres imperat act 2nd sg ἐκκαπήλευε , ἐκκαπηλεύω sell off imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)